πυτιογόνος

πυτιογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που παράγει πυτιά
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η πυτιογόνος ή το πυτιογόνο
η αρχική κατάσταση τής πυτιάς όταν αυτή βρίσκεται ακόμη μέσα στον βλεννογόνο τού στομαχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυτία «ένζυμο γαστρικού υγρού» + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”